ἀμφιθαλῆ

ἀμφιθαλῆ
ἀμφιθαλής
blooming on both sides
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἀμφιθαλής
blooming on both sides
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἀμφιθαλής
blooming on both sides
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • SEPTERIUM — una ex 3. sollennitatibus nonô quôque annô Delphis olim celebrari solitis: quarum mentio apud Plut. Quaestion. Graec. Erat autem Σεπτήριον μίμημα τῆς πρὸς τὸν πύθωνα τȏυ θεοῦ μάχης, καὶ τῆς μετα τὴν μάχυς̔ν ἐπὶ τὰ τέμπη φυγῆς καὶ ἐκδιώξες.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμφιθαλής — ές (Α ἀμφιθαλής) [θάλος] νεοελλ. αυτός που έχει κοινούς με άλλον και τους δύο γονείς «αμφιθαλείς αδελφοί», οι ομοπάτριοι και ομομήτριοι (πρβλ. ετεροθαλής) αρχ. 1. κυριολεκτικά, αυτός που θάλλει, που ανθίζει και από τις δύο πλευρές (λέγεται για το …   Dictionary of Greek

  • αμφιθαλής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή (για αδέρφια), αυτοί που γεννήθηκαν από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα (το αντίθ. ετεροθαλής): Είναι αδέρφια αμφιθαλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”